αναβλητικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει τη συνήθεια να αναβάλλει: Πάντα του ήταν άνθρωπος αναβλητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… … Dictionary of Greek
αναβλητικότητα — η το να αναβάλλει κανείς, συνεχής αναβολή, μετάθεση τού χρόνου εκτελέσεως κάποιου πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβλητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»] … Dictionary of Greek
μακρόψυχος — μακρόψυχος, ον (AM) 1. υπομονετικός 2. βραδυκίνητος, οκνός, αναβλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό ψυχος] … Dictionary of Greek
μαλθακίζομαι — (AM) [μαλθακός] είμαι ή γίνομαι οκνηρός, χαύνος αρχ. 1. καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι («Ζεὺς τοῑς τούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται», Αισχύλ.) 2. (σε σχέση με τη θερμότητα τού ηλίου) αποχαυνώνομαι 3. είμαι δειλός («ὅτι μαλθακίζεσθαι ἐδόκει, ἅτε ὤν… … Dictionary of Greek
μελληστής — μελληστής, ὁ (Α) [μέλλω] αναβλητικός … Dictionary of Greek
οκνόφιλος — ὀκνόφιλος, ον (Α) αυτός που διστάζει ή αναβάλλει να κάνει κάτι, αναβλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκνος (Ι) «δισταγμός» + φίλος (πρβλφ. λογό φιλος)] … Dictionary of Greek
Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από … Dictionary of Greek
αναβλητικότητα — η το να είναι κανείς αναβλητικός. Η αναβλητικότητα αυτού του ανθρώπου δεν έχει όρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)